Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ομηρικαί Ωδαί


Πασχάλης, Μιχάλης: «Πόσο Ομηρικό είναι το χάλκεον χέρι του Κάλβου;

Ο Ανδρέας Κάλβος (17921869) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο.

Τον  Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου — και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία — έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.

Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ᾨδὴ Πέμπτη. Εἰς Μούσας

στροφὴ α´.

Τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ὦ χρυσὸν δῶρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ἰώνιος λύρα. 5

β´.

Ἄλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
καὶ σεῖς ἐπὶ τὸ ξύλον
μελίφρονον, ὑακίνθινον
βάλετε στέμμα. 10

γ´.

Τὰς πτέρυγας ἁπλώνει
ὡς τ᾿ ὄρνεον τοῦ Διός,
καὶ ὑψώνεται τὸ μέτρον
ἕως τὸν οὐράνιον κῆπον
τῶν Πιερίδων. 15

δ´.

Χαίρετε ὦ κόραι, χαίρετε
φωναὶ ὁποὺ τὰ δεῖπνα
τῶν Ὀλυμπίων πλουτίζετε
μὲ᾿ χορῶν εὐφροσύνας
κ᾿ εὔρυθμον μέλος. 20

ε´.

Σεῖς τὰ αἰθέρια νεῦρα
τῆς φόρμιγγος κροτεῖτε,
καὶ τὰ θηρία, καὶ τ᾿ ἄλση
χάνονται ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς πλατείας. 25

ς´.

Ὅπου τρέμουσιν ἄπειρα
τὰ φῶτα τῆς νυκτός,
ἐκεῖ ὑψηλὰ πλατύνεται
ὁ γαλαξίας καὶ χύνει
δρόσου σταγόνας. 30

ζ´.

Τὸ ποτὸν καθαρὸν
θεραπεύει τὰ φύλλα,
κ᾿ ὅπου ἄφησε τὸ χόρτον
εὑρίσκει ρόδα ὁ ἥλιος
καὶ μυρωδίαν. 35

η´.

Οὕτω ὑπὸ τοὺς δακτύλους σας
ἡ ἐλικώνιος λύρα,
τρέμει, καὶ τ᾿ ἄνθη ἀμάραντα
τῆς ἀρετῆς γεμίζουσι
πᾶσαν καρδίαν. 40

θ´.

Ὄχι πατέρες, τύραννοι·
ὄχι ἄνθρωποι καὶ τέκνα,
ἀλλὰ δειλὰ καὶ ἀναίσθητα
ποίμνια τὸν κύκλον ἤθελον
τρέξειν τοῦ βίου· 45

ι´.

Χεῖρες κεραυνοφόροι,
μόνον νῶτα ὑποφέροντα
τὰς πληγάς· ἂν τὸ δίκρανον
τοῦ Παρνασσοῦ λιγύφθογγον
σπήλαιον ἐσίγα. 50

ια´.

Διὰ παντὸς μοιράσατε
θεῖαι παρθένοι τὴν δίκην·
διὰ παντὸς χαρίσατε
τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις
ὑψηλονόους. 55

ιβ´.

Ἀφρίζουν τὰ ποτήρια
τῆς ἀδικίας, δυνάσται
πολλοὶ καὶ διψασμένοι
ἰδοὺ τ᾿ ἀδράχνουν· γέμουσι
μέθης καὶ φόνου. 60

ιγ´.

Τώρα ναὶ τώρα ἀστράψατε
ὦ Μοῦσαι, τώρα ἁρπάξατε
τὴν πτερωτὴν βροντήν,
κατὰ σκοπὸν βαρέσατε
μ᾿ εὔστοχον χεῖρα. 65

ιδ´.

Φυλάξατε τοὺς ὕμνους
διὰ τοὺς δικαίους· μόνον
εἰς αὐτοὺς τὴν εἰρήνην,
καὶ τοὺς χρυσοὺς στεφάνους
εἰς αὐτοὺς δότε. 70

ιε´.

Ἦτον ποτὲ ἡ ἐννέα
Ὀλύμπιαι φωναὶ
ἐκεῖ ὁποὺ χορεύουσι
τῆς ἡμέρας ἡ κόραι
λαμπαδηφόροι. 75

ις´.

Ἤκουον μόνον οἱ κύκλοι
τῶν οὐρανῶν, τὴν σύμφωνον
θεόπνευστον ᾠδήν,
καὶ τὸν ἀέρα ἀκίνητον
εἶχε ἡ γαλήνη. 80

ιζ´.

Ἀλλ᾿ ὅτε τὸ μειδίασμα
τοῦ θεοῦ τῶν ἐρώτων,
τὸν Κιθαιρῶνα ἐσκέπασε
μὲ᾿ θύμον καὶ μὲ᾿ κλήματα
σταφυλοφόρα· 85

ιη´.

Ἐκεῖ ὁ ρυθμὸς ἐπέραστος
καταβαίνων, τὸ βλέμμα
τῶν γηγενέων δρακόντων
ἐχάθη, ὡς τὰ χαράγματα
χάνεται ὁ ὕπνος. 90

ιθ´.

Τοῦ θεσπεσίου γέροντος
ἱερὰ κεφαλή·
φωνὴ εὐτυχὴς ῾ποὺ εὐφήμησας
τῆς κλεινῆς Ἀχαΐας
τ᾿ ἄριστα τέκνα. 95

κ´.

Ἐσὺ θαυμάσιε Ὅμηρε
ἐξένισας τὰς Μούσας·
καὶ τοῦ Διὸς ἡ κόραι
εἰς τὰ χείλη σου ἀπέθηκαν
τὸ πρῶτον μέλι. 100

κα´.

Εἰς τιμὴν τῶν θεῶν
ἐφύτευσας τὴν δάφνην·
εἶδον πολλοὶ αἰῶνες
τὸ φυτὸν εὐθαλὲς
ὑπερακμάζον. 105

κβ´.

Μέσα εἰς τὸ θεῖον στέλεχος
τί δὲν ἐθησαυρίσατε
τὰ σίμβλα αἰωνίως;
τί ὦ αἰώνιαι μέλισσαι
τὸ παραιτεῖτε; 110

κγ´.

Ὅταν εἰς τὴν ἀθλίαν
Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ ἔσχατα
τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
τῶν ἀραβίων πετάλων
ἦλθεν ὁ κτύπος· 115

κδ´.

Ἐκεῖ πρὸς τὰ λουτρὰ
ὅπου τὰς τρίχας πλύνουσι
τῶν φοιβηΐων ἡ Ὥραι,
τότε δικαίως ἐφύγατε
ὦ Πιερίδες. 120

κε´.

Καὶ τώρα εἰς τέλος φέρετε
τὴν μακρὰν ξενιτείαν.
χρόνος χαρᾶς ἐπέστρεψε,
καὶ λάμπει τώρα ἐλεύθερον
τὸ Δέλφιον ὄρος. 125

κς´.

Ῥέει καθαρὸν τὸ ἀργύριον
τῆς Ἱπποκρήνης· κράζει,
ὄχι τὰς ξένας, κράζει
σήμερον ἡ Ἑλλὰς
τὰς θυγατέρας. 130

κζ´.

Ἤλθετε, ὦ Μούσαι, ἀκούω,
καὶ χαίρουσα πετάει
πετὰ ἡ ψυχή μου, ἀκούω
τῶν λυρῶν τὰ προοίμια,
ἀκούω τοὺς ὕμνους. 135

ᾨδὴ Δευτέρα. Εἰς Δόξαν

ιγ´.

Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
τὸ ἴδιον μέλος. 65

ιδ´.

Τοῦ καρτεροῦ Αἰακίδου
τὴν φήμην ἐζηλεύσατε,
(ἀείμνηστος, θαυμάσιος
ζῆλος) καὶ τ᾿ αἷμα ἐχύσατε
διὰ τὴν Ἑλλάδα. 70

Εις Δόξα του Ομήρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου