Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Το ταξίδι των μάγων

 



Τόμας Στερνς Έλιοτ

Το ταξίδι του σημείου της αντίληψης της ανθρωπότητος  της Εποχή των Ιχθύων μέσα από τα αγριεμένα κύματα του Ποσειδώνα

Κρύο ταξίδι κάναμε.Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.

Και τι μακρύ ταξίδι.Οι δρόμοι αδιάπατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά

του χειμώνα.Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,

έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε

τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές, τα περιβόλια, τα μεταξένια

κορίτσια που μας έφερναν δροσοστικά.Και οι αγωγιάτες έβριζαν,

γκρίνιαζαν και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.

Και οι φωτιές σβυστές, κι ούτε μια σκέπη.Οι πόλεις εχθρικές και τα

χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρωμικα μας έκλεβαν στο νοίκι .

Σκληρό ταξίδι κάναμε. Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε

όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.Και οι φωνές στ’ αυτιά μας

τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.

Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμμένη

παρακάτω από τα χιόνια, μ’ ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο

που χτυπούσε στο σκοτάδι και τρία δέντρα στον χαμηλωμένον ουρανό

κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λειβάδι.

Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.

Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που

κλωτσούσαν τ’ άδεια ασκιά.Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.

Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε

τον τόπο, και ήταν, θα `λεγε κανείς, επιτυχία.

Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες, παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα

ξανά, μα ένα δεν ξέρω, ένα δεν ξέρω.Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα

ή θάνατο; Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να

ξεχωρίζω.Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.

Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.Σαν το

δικό μας θάνατο.

Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια

βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.

Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.


"A cold coming we had of it,

Just the worst time of the year

For a journey, and such a long journey:

The road was deep and the weather sharp,

The very dead of winter."

And the camels galled, sore footed, refractory,

Lying down in the melting snow.

There were times we regretted

The summer palaces on slopes, the terraces,

And the silken girls bringing sherbet.

Then the camel men cursing and grumbling

And running away, and wanting their liquor and women,

And the night fires gong out, and the lack of shelters,

And the cities hostile and the towns unfriendly

And the villages dirty, and charging high prices.:

A hard time we had of it.

At the end we preferred to travel all night,

Sleeping in snatches,

With the voices singing in our ears, saying

That this was all folly.


Then at dawn we came down to a temperate valley,

Wet, below the snow line, smelling of vegetation;

With a running stream and a water mill beating the darkness,

And three trees on the low sky,

And an old white horse galloped away in the meadow.

Then we came to a tavern with vine leaves over the lintel,

Six hands at an open door dicing for pieces of silver,

And feet kicking the empty wine skins.

But there was no information, and so we continued

And arrived at evening, not a moment too soon

Finding the place; it was (you may say) satisfactory.


All this was a long time ago, I remember,

And I would do it again, but set down

This set down

This: were we lead all that way for

Birth or Death; There was a Birth, certainly,

We had evidence and no doubt. I have seen birth and death,

But had thought they were different; this Birth was

Hard and bitter agony for us, like Death, our death.

We returned to our places, these Kingdoms,

But no longer at ease here, in the old dispensation,

With an alien people clutching their gods.

I should be glad of another death. Στίχοι


Θάνατοι και γεννήσεις  θεών και θρησκειών

Αστραία


Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Οδυσσέας

Λισαβόνα Lisboa θεωρείται ότι είναι «Πόλη του Οδυσσέα»,"Ulysses" γι' αυτό το αρχαίο όνομα της ήταν Ulissipo, ή Olissipo. Ο Πορτογάλος Fernando Pessoa, έγραψε το Ποίημα "Οδυσσέας" στο βιβλίο του "Mensagem "(Μήνυμα)αποτελούμενο από 44 ποιήματα, "ULYSSES" Ο μύθος λέει ότι το τίποτα το άπαν είναι Ακόμη κι ο ήλιος, που τους ουρανούς σαν τα λουλούδια ανοίγει, Το νεκρό σώμα του Θεού Ζωντανό και απογυμνωμένο. Αυτός που στο λιμάνι τούτο θα αράξει Υπήρξε κάποτε χωρίς ποτέ να υπάρξει. Η ανυπαρξία του αρκετή μας είναι. Ήρθε χωρίς να έχει έρθει Και μας δημιούργησε. Έτσι περνώντας ο θρύλος Στην πραγματικότητα εισδύει Και τα συμβάντα γονιμοποιεί. Κάτω, η ζωή μισοαδειασμένη Φεύγει πεθαίνοντας.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Ποια είναι η ψυχή της Ευρώπης


Ευρωπαϊκή Ένωση είναι:

Το όνειδος της Ευρώπης

Γκίντερ Γκρας
Στο χάος κοντά, διότι με τις αγορές δεν συνεμορφώθη,

χώρα που μακριά της στέκεις, που σου δάνεισε το λίκνο.

Αυτά π’ αναζητάει η ψυχή, που έτοιμα τα βρήκες,
τώρα απαξιώνονται, για παλιοσίδερα μετράνε.

Σαν μπαταξού γυμνή διαπομπεύεται και υποφέρει η χώρα
που στη λαλιά σου καθημερινά ευγνωμονούσες.

Σε φτώχεια ατελείωτη κατάδικη η χώρα, με πλούτο
που λαμπρός μουσεία κοσμεί: λάφυρα που φυλάγεις.

Αυτοί που μ’ όπλα πάτησαν τη χώρα, τη νησοπροικισμένη,
τον Χέλντερλιν μες στον γυλιό κρατούσαν της στολής τους.

Χώρα που δεν ανέχεσαι -μα τους συνταγματάρχες της
κάποτε τους ανέχτηκες για σύμμαχους κι εταίρους.

Χώρα χωρίς δικαιώματα, που ωμοί εξουσιαστές της
τη ζώνη όλο στενότερα και πιο στενά τής σφίγγουν.

Μαύρα για να σ’ αντισταθεί φόρεσ’ η Αντιγόνη και σ’ όλη τη Χώρα
πενθοφορούν οι άνθρωποι, ο Ξένος τους που ήσουν.

Του Κροίσου σόγια όμοια έξω από τη χώρα όμως
εστοίβαξαν και φύλαξαν στις κάσες σου ό,τι μαλαματένιο.

Πιες το, λοιπόν, πιες! των κομισάριων οι εγκάθετοι φωνάζουν,
μα οργισμένος σου γυρνά την κύλικα, ξέχειλη, ο Σωκράτης.

Θεών κατάρα εν χορώ βαριά πάνω σε ό,τι κατέχεις,
τον Όλυμπό τους που απαιτείς να τους τον απαλλοτριώσεις.

Άψυχη πια, θα μαραθείς χωρίς τον τόπο
που η ψυχή του σ’ έπλασε, εσένα, Ευρώπη.

Το Ελεύθερο Πνεύμα της Ελλάδος σου ομιλεί

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Φοβάμαι




                                                                            ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΑΠΘ 2018

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Μανώλης Αναγνωστάκης